- αντώπιος
- ἀντώπιος, -ον (Α)αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)-* + -ωπιος < ωπ- (< -ωψ, -ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + -ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)].
Dictionary of Greek. 2013.